- ἀφείλετο
- ἀφαιρέωtake away fromaor ind mid 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἀφείλεθ' — ἀφείλετο , ἀφαιρέω take away from aor ind mid 3rd sg ἀφείλετε , ἀφαιρέω take away from aor ind act 2nd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀφείλετ' — ἀφείλετο , ἀφαιρέω take away from aor ind mid 3rd sg ἀφείλετε , ἀφαιρέω take away from aor ind act 2nd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Odyssee — Odysseus reicht dem Kyklopen Polyphem eine Schale mit starkem Wein. Die Odyssee (griechisch : ἡ Ὀδύσσεια hē Odýsseia) ist neben der Ilias das zweite dem griechischen Dic … Deutsch Wikipedia
Telemachie — Odysseus reicht dem Kyklopen Polyphem eine Schale mit starkem Wein. Die Odyssee (griechisch Oδύσσεια, Odýsseia) ist neben der Ilias das zweite dem griechischen Dichter Homer zugeschriebene Epos. Im späten 8. Jahrhundert v. Chr. ni … Deutsch Wikipedia
ULYSSES — Rex Ithacae et Dulichii insularum, filius Laertae et Anticleae, quamquam non desunt, qui ex Sisypho conceptum velint, qui Anticleae, cum ad Laertae nuptias duceretur, vim dicitur obtulisse. Unde Aiax apud Ovid. l. 13. Met. v. 31. s. Quid sanguine … Hofmann J. Lexicon universale
νόστιμος — η, ο (ΑΜ νόστιμος, ον) ο ευχάριστος στη γεύση, εύγευστος νεοελλ. μτφ. ωραίος, κομψός, χαριτωμένος, θελκτικός («είναι νόστιμη κοπέλα») αρχ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην επιστροφή στην πατρίδα 2. (για πρόσ.) αυτός που είναι ικανός να… … Dictionary of Greek
πηνήκη — και δ. γρφ. πηνίκη, ἡ, Α φενάκη, περούκα, τεχνητή κόμη («τὴν πηνήκην ἀφείλετο τῆς κεφαλῆς», Λουκιαν.). [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. πρέπει να έχει σχηματιστεί από τη λ. πήνη*, κατά το φενάκη «τεχνητή κόμη»] … Dictionary of Greek
προσδίδω — προσδίδωμι ΝΜΑ, προσδίνω Ν παρέχω κάτι επιπροσθέτως (α. «τού προσέδωσε δύναμη» β. «οὐδένα ἂν πώποτε ἀφείλετο, ἀλλ ἀεὶ πλείω προσεδίδου», Ξεν.) νεοελλ. δίνω σε κάτι ένα πρόσθετο χαρακτηριστικό, δίνω σε κάτι χαρακτήρα, ιδίως καλό («εφ ών το φέγγος… … Dictionary of Greek
υφίσταμαι — ὑφίσταμαι, ΝΜΑ, και ενεργ ὑφίστημι ΜΑ, και ιων. τ. ὑπίστημι Α [ἵστημι/ ἵσταμαι] 1. (στη νεοελλ. μόνον ως μεσοπαθ.) υφίσταμαι α) υποβάλλομαι σε κάτι, δέχομαι μια, συνήθως βλαπτική, ενέργεια, υποφέρω (α. «υφίσταται τις συνέπειες τής κακής… … Dictionary of Greek